- λατρευτός
- -ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) [λατρεύω]1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)αρχ.αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾱν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)λατρευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.