λατρευτός

λατρευτός
-ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) [λατρεύω]
1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)
2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾱν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)
λατρευτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λατρευτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτός — ή, ό πολυαγαπημένος: Ο λατρευτός μου πατέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λατρευτά — λατρευτός neut nom/voc/acc pl λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc/acc dual λατρευτά̱ , λατρευτός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτῶν — λατρευτός fem gen pl λατρευτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτόν — λατρευτός masc acc sg λατρευτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευταῖς — λατρευτός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευταί — λατρευτός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτοῦ — λατρευτός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτή — λατρευτός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατρευτήν — λατρευτός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”